γκρέιπ φρουτ

γκρέιπ φρουτ
(grape-fruit). Φυτό εσπεριδοειδές της οικογένειας των ρουτιδών που καλλιεργείται πολύ στις ΗΠΑ. Oνομάζεται επίσης βοτρυόκαρπος. Είναι δέντρο με αρκετά πολύχρονη ανάπτυξη και μέτριες διαστάσεις. Οι καρποί του είναι σφαιρικοί, ελαφρά πεπιεσμένοι στην κορυφή, λίγο μεγαλύτεροι από το πορτοκάλι και εμφανίζονται κατά ομάδες στον ίδιο βλαστό (απ’ όπου και η ονομασία βοτρυόκαρπος), έχουν λεπτό φλοιό, ωχροκίτρινο και σάρκα εύχυμη, πικρόξινη, η οποία είναι πλούσια σε βιταμίνες A, B, C. Στην Ελλάδα καλλιεργείται σε περιορισμένη κλίμακα. Η επιστημονική του ονομασία είναι κίτρο δεκουμάνα της ποικιλίας παραδείσο. Οι καρποί γκρέιπ φρουτ (κίτρο το παραδείσιο) καταναλώνονται νωποί ή κονσερβοποιημένοι, αλλά χρησιμοποιούνται και στην αρωματοποιία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • τάντζελο — το, Ν βοτ. ονομασία ομάδας υβριδίων που ανήκουν στα εσπεριδοειδή και προέρχονται, κυρίως, από διασταύρωση μανταρινιάς με γκρέιπ φρουτ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tangelo, από τις ονομ. φρούτων tangerine και pomelo με συμφυρμό] …   Dictionary of Greek

  • φράπα — (citrus lumia). Κοινή ονομασία του φυτού κίτρο η δεκουμάνα. Ανήκει στην οικογένεια των ρουτιδών της τάξης των τερεβινθωδών, και όπως υποστηρίζουν πολλοί, κατάγεται από τις Αντίλλες. Η σάρκα της φ., ανάλογα με την ποικιλία, είναι κίτρινη, ροζ ή… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”